1 Μαρ 2009

Απίστευτος ρατσιστικός νόμος δικαιώνεται από το Ανώτατο Δικαστήριο

Υπάρχει νόμος που ισχύει στην επικράτεια της κυπριακής αναξιοκρατίας ο οποίος ορίζει ότι μόνο οι λευκοί δικαιούνται να μπαίνουν στα λεωφορεία!!!
Επανειλημμένως άτομα που δεν θεωρούνται λευκά έχουν προσφύγει στο Ανώτατο Δικαστήριο ώστε επιτέλους να λήξει αυτή η ρατσιστική γελοιότητα σε μια τάχα και δήθεν και ιμιsh χώρα που διεκδικεί την εφαρμογή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από άλλο κράτος.
Το Ανώτατο Δικαστήριο ενώπιον του οποίου έχει τεθεί επανειλημμένως το προφανέστατα ρατσιστικό περιεχόμενο του συγκεκριμένου νόμου απέρριψε τις προσφυγές των ατόμων που θίγονταν τα δικαιώματα τους από τον συγκεκριμένο νόμο, με το σκεπτικό ότι δεν είχαν και δεν έχουν έννομο συμφέρον!
Το «έννομο συμφέρον» είναι ένας καθαρά νομικός όρος και σε απλά ελληνικά σημαίνει ότι για να μπορεί κάποιος να προσφύγει στο δικαστήριο θα πρέπει να έχει συγκεκριμένο συμφέρον, κάτι να κερδίσει από την δίκη αυτή, δηλαδή να αλλάξει κάτι ευνοϊκό για αυτόν.
Το «έννομο συμφέρον» καθιερώθηκε ώστε να αποφεύγονται οι «δημόσιες αγωγές»,
δηλαδή να μην μπορεί ένας πολίτης ο οποίος θεωρεί ότι μια υπηρεσία του κράτους δεν πράττει σωστά ή ακόμα όταν παρανομεί να προσφύγει στο δικαστήριο εκτός και αν έχει να κερδίσει κάτι ο συγκεκριμένος άνθρωπος…….
Πχ στην περίπτωση της παρανομίας του «άγιου» κύκκου ο οποίος γράφει στα @@ και στα γένια του τους νόμους που πιάνουν εσάς τα μικρά εντομάκια
http://osr55.wordpress.com/2008/09/12/
και δεν εκτελεί από το 2005 την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου που εκδόθηκε εναντίον του, εγώ προσωπικά σαν πολίτης που δεν έχω έννομο συμφέρον γιατί δεν ήμουν μέρος στην συγκεκριμένη δικαστική διαδικασία ή ο οποιοσδήποτε πολίτης που δεν έλαβε μέρος στην διαδικασία αυτή και δεν είναι ούτε γείτονας ούτε περίοικος δεν μπορεί να αποταθεί στο δικαστήριο και να λάβει δικαστικά μέτρα εναντίον του «άγιου» κύκκου για παρακοή διατάγματος δικαστηρίου.
Έννομο συμφέρον έχουν μόνο οι πολίτες εκείνες που έλαβαν μέρος στην δικαστική αυτή διαδικασία και κέρδισαν την υπόθεση και μόνο αυτοί μπορούν να προσφύγουν στο δικαστήριο.
Το Ανώτατο Δικαστήριο στις υποθέσεις που τέθηκαν ενώπιον του από άτομα που δεν είναι λευκά και τα οποία επικαλέστηκαν το προφανέστατα ρατσιστικό περιεχόμενο του νόμου τις απέρριψε με το σκεπτικό και την αιτιολογία, ότι αυτοί οι μη λευκοί δεν έχουν έννομο συμφέρον.

Είπε το Ανώτατο Δικαστήριο ότι οι κίτρινοι, οι μαύροι, οι ερυθρόδερμοι δεν έχουν έννομο συμφέρον να ακυρωθεί ως αντισυνταγματικός ο νόμος αυτός
γιατί και να ακυρωθεί ο νόμος αυτός οι μαύροι κλπ δεν έχουν να κερδίσουν τίποτα αφού αν ακυρωθεί ο νόμος τότε απλά δεν θα μπαίνουν στα λεωφορεία ούτε οι λευκοί!!!!!!!!!
Το καταλάβατε;;;;;;;;
Απίστευτο ε; Το προφανέστατο χρήσει επεξήγησης, με άλλα λόγια ψύλλους στα αshυρα!!!!!!

Άρθρο 119. Εκτοπισθείς θεωρείται το πρόσωπο του οποίου-
(α) η μόνιμη κατοικία βρίσκεται στις κατεχόμενες περιοχές και η οποία κατέστη απροσπέλαστη
(β) η μόνιμη κατοικία βρίσκεται στη νεκρή ζώνη, η οποία ελέγχεται από την Ειρηνευτική Δύναμη ή αν εκκενώθηκε και διατέθηκε για τις ανάγκες της Εθνικής Φρουράς
Νοείται ότι τα παιδιά των οποίων ο ΠΑΤΕΡΑΣ είναι εκτοπισθείς θεωρούνται ότι έχουν τη μόνιμη κατοικία τους στις κατεχόμενες περιοχές και συνεπώς για σκοπούς του Νόμου αυτού θεωρούνται εκτοπισθέντες από το ίδιο μέρος από το οποίο προέρχεται ο ΠΑΤΕΡΑΣ τους.

«Αρχείου Πληθυσμού Νόμος του 2002 Ν. 141(I)/2002»

Στα όσα έγραψα προηγουμένως εκεί που έγραψα «ΛΕΥΚΟΣ» βάλτε ΠΑΤΕΡΑΣ και εκεί που έγραψα «ΜΑΥΡΟΣ» βάλτε ΜΗΤΕΡΑ
Το αποτέλεσμα είναι ΑΚΡΙΒΩΣ ΜΑ ΑΚΡΙΒΕΣΤΑΤΑ το ίδιο!!!

Σύμφωνα με νόμο που ισχύει στην κυπριακή αναξιοκρατία ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ θεωρούνται μόνον όσων ο ΠΑΤΕΡΑΣ τους είναι πρόσφυγας ακριβώς επειδή εν άδρωπος ολάν
Ενώ όσων παιδιών η ΜΗΤΕΡΑ τους είναι πρόσφυγας επειδή εν γεναίκα και άρα υποδεέστερο όν που τον άδρωπο δεν αξίζουν να αποκτήσουν την προσφυγική ταυτότητα!!!!!

3 Μαρτίου, 2006
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]
Μαρία Βρούντου,
v
.Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω του Υπουργείου Εσωτερικών Δια του Λειτουργού Εγγραφής, Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 3830)

Συνταγματικό Δίκαιο ― Συνταγματικότητα νόμου ― Όρια επέμβασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου, σε περιπτώσεις ευνοϊκής ρύθμισης, κατά παράβαση της αρχής της ισότητας ― Το Δικαστήριο δεν νομοθετεί ούτε επεκτείνει τις νομοθετικές διατάξεις.
Η εφεσείουσα επιδίωξε, τόσο πρωτόδικα, όσο και κατ’ έφεση, την ακύρωση της απόφασης με την οποία απορρίφθηκε αίτημά της, για χορήγηση σε αυτήν προσφυγικής ταυτότητας, παρόλο που η μητέρα της ήταν πρόσφυγας. Η αιτήτρια ισχυρίστηκε πως παραβιάστηκε η αρχή της ισότητας.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
Έφεση.
Έφεση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Υπ. Αρ. 436/2003), ημερ. 12/5/2004.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγείλει ο Δικαστής Νικολαΐδης.
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Η αίτηση της εφεσείουσας προς το λειτουργό εγγραφής για χορήγηση προσφυγικής ταυτότητας, απορρίφθηκε, γιατί, όπως υποδείχτηκε, σύμφωνα με τα ισχύοντα κριτήρια δεν ήταν δυνατόν η εφεσείουσα να θεωρηθεί εκτοπισθείσα, απαραίτητη προϋπόθεση, για τη χορήγηση ταυτότητας. Στην προσφυγή που άσκησε εναντίον της πιο πάνω απόφασης, ισχυρίστηκε ότι ένα από τα τιθέμενα κριτήρια για την παροχή δικαιώματος κατοχής ταυτότητας, δηλαδή ο πατέρας να είναι εκτοπισθείς, θα έπρεπε να διευρυνθεί και να περιλαμβάνει και τη μητέρα, γιατί, άλλως, παραβιάζεται η συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της ισότητας. Το πρωτόδικο δικαστήριο έχοντας ακολουθήσει την ισχύουσα νομολογία (Dias United Publishing Co. Ltd ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 550) κατέληξε ότι δεν δικαιούται να διευρύνει θετική νομοθετική διάταξη.
Εναντίον της πιο πάνω κατάληξης ασκήθηκε η παρούσα έφεση με την οποία έγινε προσπάθεια να καταδειχθεί ότι θα πρέπει να αποστούμε από την πιο πάνω απόφαση, αφού το Ανώτατο Δικαστήριο μπορεί στην παρούσα περίπτωση να προβεί στη λεγόμενη επεκτατική ερμηνεία και κατ’ επίκληση της αρχής της ισότητας να διευρύνει την εφαρμογή του συγκεκριμένου κριτηρίου και στα τέκνα μητέρων εκτοπισθεισών.
Το Υπουργικό Συμβούλιο στη συνεδρία του ημερ. 19.9.1974 αποφάσισε να εγκρίνει την εισαγωγή Σχεδίου Βοηθείας Εκτοπισθέντων και Παθόντων όπως τούτο εκτίθετο στην Πρόταση υπ’ αρ. 516/74. Σύμφωνα με την Πρόταση αυτή, για τους σκοπούς του σχεδίου βοηθείας, «εκτοπισθείς» εθεωρείτο άτομο του οποίου (ι) η μόνιμη κατοικία βρισκόταν σε κατειλημμένη από τους Τούρκους περιοχή ή κατέστη απροσπέλαστος ή (ιι) βρισκόταν σε περιοχή η
οποία εκκενώθηκε ύστερα από υποδείξεις της Εθνικής Φρουράς ή κηρύχθηκε επικίνδυνη ή (ιιι) κατέστη ακατάλληλη για στέγαση, λόγω ζημιών προξενηθεισών σ’ αυτή ένεκα εχθροπραξιών.
Κατά την εφαρμογή του πιο πάνω σχεδίου εκδόθηκε στις 10.9.1975 από την Υπηρεσία Μερίμνης και Αποκατάστασης Εκτοπισθέντων, εγκύκλιος προς τους Επαρχιακούς Συντονιστές Μερίμνης, σύμφωνα με την οποία είχε συμφωνηθεί μεταξύ των Διευθυντών των Υπηρεσιών Ευημερίας και Μερίμνης ότι, όσον αφορά την εγγραφή εκτοπισθέντων, όταν άντρας πρόσφυγας νυμφεύεται μη πρόσφυγα, τα τέκνα που θα γεννιούνταν θα θεωρούνταν ωσαύτως πρόσφυγες και θα εγγράφονταν επί της προσφυγικής ταυτότητας του πατέρα. Η έρευνά μας δεν αποκάλυψε το υπόβαθρο της πιο πάνω εγκυκλίου.
Η σκοπούμενη προέκταση του θεσμού τέθηκε ενώπιον του Υπουργικού Συμβουλίου με την Πρόταση υπ’ αρ. 1852/92 που υποβλήθηκε από το Υπουργείο Εσωτερικών για τροποποίηση των κριτηρίων παροχής βοήθειας σε εκτοπισθέντες, αλλά η ληφθείσα απόφαση αναφέρεται μόνο σε τροποποιήσεις που δεν αφορούν την παρούσα υπόθεση. Παρ’ όλον ότι και στις 19.4.1995 (απόφαση Υπουργικού Συμβουλίου υπ’ αρ. 42.465) έγιναν περαιτέρω τροποποιήσεις με τις οποίες επεκτάθηκε ο όρος «εκτοπισθείς» ο οποίος τώρα περιλαμβάνει και άλλες κατηγορίες δικαιούχων, το σημείο που μας ενδιαφέρει παρέμεινε και πάλι αμετάβλητο.

Σημειώνουμε παρεμπιπτόντως ότι σύμφωνα με την πρώτη επιφύλαξη του άρθρου 119 του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου του 2002, Ν.141(Ι)/2002, τα παιδιά των οποίων ο πατέρας είναι εκτοπισθείς θεωρούνται ότι έχουν τη μόνιμη κατοικία τους στις κατεχόμενες περιοχές και συνεπώς, για σκοπούς του νόμου αυτού, θεωρούνται εκτοπισθέντες, από το ίδιο μέρος από το οποίο προέρχεται ο πατέρας τους.

Στην ουσία με όλους τους λόγους έφεσης υποστηρίζεται το ίδιο επιχείρημα. Ότι το Δικαστήριο θα πρέπει να προβεί σε επεκτατική εφαρμογή των ευνοϊκών για το ένα φύλο διατάξεων και στο άλλο.

Σύμφωνα με τη νομολογία (Dias United Publishing Co. Ltd ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω,) η ανυπαρξία νομοθετικής διάταξης δεν μπορεί να αναπληρωθεί με δικαστική απόφαση, γιατί σε μια τέτοια περίπτωση ο συνταγματικός έλεγχος που ασκεί το Ανώτατο Δικαστήριο θα μετατραπόταν σε μέσο αναμόρφωσης ή συμπλήρωσης της νομοθεσίας.
Είναι αλήθεια ότι ο Άρειος Πάγος στην Ελλάδα δέχεται ότι προς αποκατάσταση της ισότητας πρέπει να υπάρξει μια τέτοια επεκτατική εφαρμογή, ακόμη κι’ αν έχουμε ειδική ρύθμιση για ορισμένη κατηγορία προσώπων (βλέπε ΑΠ 35/1990, Ολ., ΝοΒ 1991, 231, ΑΠ 13/1991, Ελλ. Δνη 1991, 1484, ΑΠ 12/1992, Ολ., Ελλ.Δνη 1992, 762, ΑΠ 14/1995, Ολ., ΝοΒ 1996, 408 κ.ά.).
Παρόμοια γραμμή τηρεί και το Ελεγκτικό Συνέδριο το οποίο δέχεται ότι αν οι διακρίσεις είναι αντίθετες προς την αρχή της ισότητας και η διάταξη του νόμου που τις θεσπίζει προβλέπει παροχή προς ορισμένη κατηγορία πολιτών, ενώ εξαιρεί, αμέσως ή εμμέσως, άλλους που βρίσκονται υπό τις αυτές συνθήκες, το δικαστήριο οφείλει να επιδικάσει την παροχή αυτή και σ’ εκείνους που αδικαιολόγητα και αυθαίρετα εξαιρούνται (βλέπε ΕΣ 887/1992, Ολ., σε Ι. Σαρμά, Η συνταγματική νομολογία του Ελεγκτικού Συνεδρίου, 1997, 289).
Αντίθετα, το Συμβούλιο της Επικρατείας αρνείται την επεκτατική εφαρμογή ευνοϊκών ρυθμίσεων, γιατί κάτι τέτοιο θα αποτελούσε ανεπίτρεπτη συνταγματικά επέμβαση του δικαστή στο έργο της νομοθετικής εξουσίας, ακόμη κι’ όταν δεν πρόκειται κατά κυριολεξία για ειδικές ρυθμίσεις, αλλά επί παραδείγματι για αδικαιολόγητη ευνοϊκή μεταχείριση του ενός φύλου έναντι του άλλου (ΣτΕ 3552/1992, Ελλ.Δνη 1994, 215).

Την πάγια αυτή νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας δεν ακολούθησε η απόφαση στην υπόθεση ΣτΕ 3587/1997 του Α΄ Τμήματος το οποίο δέκτηκε ότι αν το δικαστήριο διαπιστώσει παράβαση της αρχής της ισότητας, λόγω ειδικής ρύθμισης στην οποία προέβη ο νομοθέτης ή η διοίκηση, που αφορά σε ορισμένη κατηγορία προσώπων και από την ειδική αυτή ρύθμιση αποκλείστηκαν ρητά ή σιωπηρά πρόσωπα που ανήκουν μεν σε άλλη κατηγορία, αλλά τελούν υπό τις αυτές ή παρόμοιες συνθήκες, απαιτείται όπως το δικαστήριο προβεί σε επέκταση της εφαρμογής της ειδικής ρύθμισης και στην κατηγορία των προσώπων τα οποία έχουν αποκλειστεί. Η μεταστροφή αυτή της νομολογίας δεν έχει επιβεβαιωθεί ακόμα από άλλα τμήματα του Συμβουλίου της Επικρατείας.

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι παραβίαση της αρχής της ισότητας νοείται μόνο εν όψει νόμιμων και όχι παράνομων ενεργειών της διοίκησης. Επομένως, τυχόν παράνομη ευνοϊκή μεταχείριση από τη διοίκηση, δεν δημιουργεί δικαίωμα σε άτομο που τελεί

84

υπό τις ίδιες συνθήκες να τύχει της ίδιας μη νόμιμης μεταχείρισης (βλέπε μεταξύ άλλων ΣτΕ 1526/1990).

Μας απασχόλησε το θέμα πολύ σοβαρά εν όψει και της θέσης ότι στην περίπτωση της ευνοϊκής υπέρ του ενός μόνο φύλου ρύθμισης, η επεκτατική εφαρμογή της διάταξης βρίσκει έρεισμα και στο ευρωπαϊκό κοινοτικό δίκαιο και ιδιαίτερα στο άρθρο 141 της ΣυνθΕΚ (βλέπε επίσης ΑΠ 658/1992, Ελλ.Δνη 1995, 71).

Όπως και αν έχουν όμως τα πράγματα, δεν μπορούμε να αποκλίνουμε από την επικρατούσα νομολογία. Η Dias United Publishing Co. Ltd ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω, καθορίζει τα πλαίσια της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Το Ανώτατο Δικαστήριο έχει, σύμφωνα με το Άρθρο 146.4 του Συντάγματος, την εξουσία να επικυρώσει εν όλω ή εν μέρει την προσβαλλόμενη απόφαση ή να κηρύξει την πράξη ή την παράλειψη, άκυρη. Δεν έχει δικαιοδοσία να νομοθετεί διευρύνοντας νομοθετικές ρυθμίσεις που δεν έτυχαν της έγκρισης της Βουλής. Κάτι τέτοιο, θα συγκρουόταν και με την αρχή της διάκρισης των εξουσιών. Σημειώνουμε ότι η Βουλή δεν μπορεί από μόνη της να προχωρήσει στη ψήφιση νομοθεσίας, όταν ο σκοπούμενος νόμος θα προϋποθέτει δαπάνη. Αν η Βουλή, το συνταγματικά καθοριζόμενο νομοθετικό όργανο, δεν έχει ένα τέτοιο δικαίωμα, πολύ περισσότερο δεν το έχει το Ανώτατο Δικαστήριο.

Συμφωνώντας με τις αρχές όπως τέθηκαν, καταλήγουμε ότι το Ανώτατο Δικαστήριο δεν έχει την αρμοδιότητα να προβεί σε επεκτατική εφαρμογή νομοθετικής ρύθμισης.

Η έφεση απορρίπτεται, αλλά κάτω από τις περιστάσεις, αποφασίσαμε να μην εκδόσουμε οποιοδήποτε διάταγμα ως προς τα έξοδα.

Η ΈΦΕΣΗ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΤΑΙ.


Πως το κράτος αυτό που καταπατά βάναυσα τα ανθρώπινα δικαιώματα πολιτών του, χρησιμοποιώντας σεξιστικούς ρατσιστικούς νόμους τους οποίους «προασπίζεται» με όλες του τις εξουσίες υπό τον μανδύα μάλιστα «νομικίστικων» έωλων και αυθαίρετων επιχειρημάτων έχει το θράσος να διεκδικεί από τον οιονδήποτε την εφαρμογή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Η εφαρμογή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων δεν μπορεί να υποκύπτει σε τέτοιες ρατσιστικές ερμηνείες οι οποίες διαχωρίζουν τους ανθρώπους σύμφωνα με το φύλο τους σε άντρες και γυναίκες,
Δεν μπορεί κάποιος άνθρωπος να έχει λιγότερα επειδή είναι ΓΥΝΑΙΚΑ………..
Τα περί «εννόμου συμφέροντος» στην προκειμένη περίπτωση είναι προφάσεις εν αμαρτίαις…….

0 αναγνώστες σχολίασαν: